Image courtesy of sefaria.com
George Seferis was born 1900 in Smyrna, modern Turkey and died in Athens, Greece, in 1971. He is considered as the most important modernist innovator in modern Greek poetry. His collections include Mythistorema (1935), Book of Exercises (1940), Logbook I (1940) and Thrush (1947). He received the Nobel Prize in 1963 for ‘his eminent lyrical writing.’ Before his death he published the Three Secret Poems (1966). The present translation of the first part of the Three Secret Poems wants to maintain the density of the original with its allusive character and elliptical syntax. The poems represent the complete liminality in linguistic expression and probably the most effective articulation of Seferis’ perception of ‘pure poetry.’
A.
Leaves of rusting tin
For the humble mind facing the end;
Sparse glimmerings.
Leaves whirling with seagulls
Furious at winter.
As an ache is released
Dancers became trees
A dense forest of naked trees.
B.
Burning the white seaweeds are
Old Women rising without eyelids
forms that danced once
Flames of marble.
Snow clothed the world.
C.
The comrades made me crazy
With compasses, sextants, magnetic needles
And telescopes that magnified things—
Better to have stayed away.
Where such paths will take us?
Yet that day which dawned
Perhaps wasn’t smothered yet
With a fire in a ravine like a rose
And a sea of ether at the feet of God.
D.
Years ago you said:
“Deep down I am a matter of light”.
Even now as you rest
On the broad shoulders of sleep
Even when they drown you
In the lethargic bosom of the sea
You search for niches where blackness
Frays and does not endure
You grope for the spear
Destined to pierce your heart
And open it to the light.
E.
Which murky river conquered us?
We collapsed at the deep.
The current runs over our heads
winding inarticulate reeds;
The voices
Under the chestnut tree became pebbles
And children throw them away.
F.
Soft breath and another breath, storm
As you leave the book
And shred useless papers of yore
Or you bow to see in the meadow
Insolent centaurs galloping
Or green amazons sweating
In all corporeal curves
When challenged at jumping and wrestling.
Jubilant storms at dawn
As you thought that the sun rises.
G.
Flame is healed by flame
Not through moments dripping
But in a flash, instantly;
As desire that fused with another desire
And stayed transfixed
Or as
musical rhythm echoing
There at the centre like a statue
Unshakeable.
This breathing is not a passageway
The dominion of thunder.
Α΄
Φύλλα από σκουριασμένο τενεκέ
για το φτωχό μυαλό που είδε το τέλος·
τα λιγοστά λαμπυρίσματα.
Φύλλα που στροβιλίζουνται με γλάρους
αγριεμένους με το χειμώνα.
Όπως ελευθερώνεται ένα στήθος
οι χορευτές έγιναν δέντρα
ένα μεγάλο δάσος γυμνωμένα δέντρα.
Β΄
Καίγουνται τ’ άσπρα φύκια
Γραίες αναδυόμενες χωρίς βλέφαρα
σχήματα που άλλοτε χορεύαν
μαρμαρωμένες φλόγες.
Το χιόνι σκέπασε τον κόσμο.
Γ΄
Οι σύντροφοι μ’ είχαν τρελάνει
με θεοδόλιχους εξάντες πετροκαλαμήθρες
και τηλεσκόπια που μεγαλώναν πράγματα—
καλύτερα να μέναν μακριά.
Πού θα μας φέρουν τέτοιοι δρόμοι;
Όμως η μέρα εκείνη που άρχισε
μπορεί δεν έσβησε ακόμη
με μια φωτιά σ’ ένα φαράγγι σαν τριαντάφυλλο
και μια θάλασσα ανάερη στα πόδια του Θεού.
Δ΄
Είπες εδώ και χρόνια:
«Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός».
Και τώρα ακόμη σαν ακουμπάς
στις φαρδιές ωμοπλάτες του ύπνου
ακόμη κι όταν σε ποντίζουν
στο ναρκωμένο στήθος του πελάγου
ψάχνεις γωνιές όπου το μαύρο
έχει τριφτεί και δεν αντέχει
αναζητάς ψηλαφητά τη λόγχη
την ορισμένη να τρυπήσει την καρδιά σου
για να την ανοίξει στο φως.
Ε΄
Ποιός βουρκωμένος ποταμός μάς πήρε;
Μείναμε στο βυθό.
Τρέχει το ρέμα πάνω απ’ το κεφάλι μας
λυγίζει τ’ άναρθρα καλάμια·
οι φωνές
κάτω απ’ την καστανιά γίναν χαλίκια
και τα πετάνε τα παιδιά.
ΣΤ΄
Μικρή πνοή κι άλλη πνοή, σπιλιάδα
καθώς αφήνεις το βιβλίο
και σκίζεις άχρηστα χαρτιά των περασμένων
ή σκύβεις να κοιτάξεις στο λιβάδι
αγέρωχους κενταύρους που καλπάζουν
ή άγουρες αμαζόνες ιδρωμένες
σ’ όλα τ’ αυλάκια του κορμιού
που έχουν αγώνα το άλμα και την πάλη.
Αναστάσιμες σπιλιάδες μιαν αυγή
που νόμισες πως βγήκε ο ήλιος.
Ζ΄
Τη φλόγα τη γιατρεύει η φλόγα
όχι με των στιγμών το στάλαγμα
αλλά μια λάμψη, μονομιάς·
όπως ο πόθος που έσμιξε τον άλλο πόθο
κι απόμειναν καθηλωμένοι
ή όπως
ρυθμός της μουσικής που μένει
εκεί στο κέντρο σαν άγαλμα
αμετάθετος.
Δεν είναι πέρασμα τούτη η ανάσα
οιακισμός κεραυνού.